κλεψύδριον

κλεψύδριον
κλεψ-ύδριον, τό, Dim. of foreg., Philostr.VS2.10.1, 2.13.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλεψύδριον — κλεψύδριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κλεψύδρα) μικρή κλεψύδρα μσν. μικρό κομμάτι, απόκομμα, περικοπή …   Dictionary of Greek

  • κλεψύδριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλεψυδρίου — κλεψύδριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”